σύναξε

σύναξε
σύνᾱξε , συνάγνυμι
break to pieces
aor ind act 3rd sg (homeric ionic)
συνάγω
bring together
aor ind act 3rd sg (homeric ionic)
συνάγω
bring together
aor ind act 3rd sg (epic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • συνάζω — σύναξα, συνάχτηκα, συναγμένος 1. συναθροίζω, μαζεύω: Σύναξε στρατό. – Συνάχτηκαν πολλοί στο ίδιο μέρος. – Είχε όλα τα εργαλεία συναγμένα σε μια αποθήκη. 2. «Του σύναξε ένα ξύλο», τον έδειρε πολύ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”